κούρβα, η [‘kurva]

κούρβα, η [‘kurva]: η ανήθικη γυναίκα, η πόρνη. [σλαβ . kypΒa].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *