κουτσουκέλα, η [kutsu’cela]: η κουτοπονηριά, κατάχρηση της εμπιστοσύνης κπ. : ‘Όλο κουτσουκέλες μου κάνει και θ’αγριέψω’.
κουτσουκέλα, η [kutsu’cela]
από
Ετικέτες:
κουτσουκέλα, η [kutsu’cela]: η κουτοπονηριά, κατάχρηση της εμπιστοσύνης κπ. : ‘Όλο κουτσουκέλες μου κάνει και θ’αγριέψω’.
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση