κουτσαβλιάρης, ο [kutsa’vʎaris]: ο κουτσός, ο ανήμπορος: ‘Ο κακομοίρης είναι κουτσαβλιάρης’. [κουτσ(ός) -αβλιάρης].
κουτσαβλιάρης, ο [kutsa’vʎaris]
από
Ετικέτες:
κουτσαβλιάρης, ο [kutsa’vʎaris]: ο κουτσός, ο ανήμπορος: ‘Ο κακομοίρης είναι κουτσαβλιάρης’. [κουτσ(ός) -αβλιάρης].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση