κουτρούλι, το [ku’truli]

κουτρούλι, το [ku’truli]: η σωρός από χώμα που δημιουργείται από το σκάψιμο του αμπελιού. [σχετ. με το ουσ. κούτρ(α) -ούλι (Aλεξίου 1981: II 79-80, IV 5-6, Moutsos 1988: 416-8). H λ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από