κουτάβι, το [ku’tavi]: α. το νεογέννητο σκυλάκι. β. (μτφ.) το μικρό και απονήρευτο παιδί. [μσν. κουτάβι(ο)ν < σλαβ. kut- (πρβ. βουλγ. kutre, ρωσ. kutya)].
κουτάβι, το [ku’tavi]
από
Ετικέτες:
κουτάβι, το [ku’tavi]: α. το νεογέννητο σκυλάκι. β. (μτφ.) το μικρό και απονήρευτο παιδί. [μσν. κουτάβι(ο)ν < σλαβ. kut- (πρβ. βουλγ. kutre, ρωσ. kutya)].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση