κουσκουτεύω [kusku’tevo]: α. χαζεύω, αργοπορώ. β. ψαχουλεύω κτ.: ‘Τι κουσκουτεύεις κει δα;’
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
κουσκουτεύω [kusku’tevo]: α. χαζεύω, αργοπορώ. β. ψαχουλεύω κτ.: ‘Τι κουσκουτεύεις κει δα;’
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση