κουρεμάδι, το [kure’maði]: κούρεμα με το ψαλίδι ή την ψιλή. [κούρεμ(α) -άδι].
Και: https://ilialang.gr/κουρεμπάτσα-η-κουρεμάδι-το-κούρεμα-σ/
κουρεμάδι, το [kure’maði]: κούρεμα με το ψαλίδι ή την ψιλή. [κούρεμ(α) -άδι].
Και: https://ilialang.gr/κουρεμπάτσα-η-κουρεμάδι-το-κούρεμα-σ/
από
Ετικέτες: