κουρελού, η [kure’lu]: υφαντό στο οποίο ως υφάδι έχουν χρησιμοποιηθεί λεπτές λουρίδες διάφορων υφασμάτων και το οποίο χρησιμεύει ως πρόχειρο χαλί ή στρωσίδι. [κουρέλ(ι) -ής· κουρελ(ής) -ού].
κουρελού, η [kure’lu]
από
Ετικέτες:
κουρελού, η [kure’lu]: υφαντό στο οποίο ως υφάδι έχουν χρησιμοποιηθεί λεπτές λουρίδες διάφορων υφασμάτων και το οποίο χρησιμεύει ως πρόχειρο χαλί ή στρωσίδι. [κουρέλ(ι) -ής· κουρελ(ής) -ού].
από
Ετικέτες: