κουνημένος [kuni’menos]

κουνημένος, -η, -ο [kuni’menos]: (μτφ.) αυτός που ξενιτεύτηκε και ταξίδεψε στον προορισμό του μέσα από θάλασσα. [κουν(ώ) -ημένος].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: