κουκούσι, το [ku’kusi]: πλήθος από ενοχλητικά έντομα: ‘Μαζώχτηκε ένα κουκούσι’ (μαζεύτηκαν πολλά έντομα).
κουκούσι, το [ku’kusi]
από
Ετικέτες:
κουκούσι, το [ku’kusi]: πλήθος από ενοχλητικά έντομα: ‘Μαζώχτηκε ένα κουκούσι’ (μαζεύτηκαν πολλά έντομα).
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση