κοτσιλισμένος, -η, -ο [kotsili’zmenos]: (μτφ.) ο σημαδεμένος, αυτός που έχει βεβαρυμένο ποινικό μητρώο. [< κουτσιλιά με προχωρ. αφομ. [u-i > u-u] < κότ(α) -ο- + τσιλιά < τσιλ(ώ) -ισμένος με απλολ. [totsi > tsi] ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) ή < κουτσο-+ τσιλιά με απλολ. [tsotsi > tsi] )].
Αφήστε μια απάντηση