ΔΠΗ
κοπρίζου [ko’prizu]: λιπαίνω με κοπριά χωράφι, αγρό, κήπο κτ.λ. [αρχ. κοπρίζ(ω) -ου].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: