κοπιάζω [ko’pçazo]

κοπιάζω [ko’pçazo]: προσέρχομαι κάπου, συνήθ. στην προστακτική: ‘Kοπιάστε μέσα!’ [μσν. κοπιάζω (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. κοπιάζω].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από