κοπίδι, το [ko’piði]

κοπίδι, το [ko’piði]: μικρό μυτερό μαχαίρι που χρησιμοποιείται για το σκάλισμα ξύλου. [μσν. κοπίδιν < *κοπίδιον υποκορ. αρχ. κοπίς ‘καμπυλωτό μαχαίρι΄].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *