κοντοζυγώνω [kondozi’γono]

κοντοζυγώνω [kondozi’γono]: πλησιάζω, έρχομαι πιο κοντά: ‘Tο κορίτσι ολοένα και κοντοζύγωνε’. [κοντ(ος) -ο- + ζυγώνω].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: