ΔΠΗ
κοντακιανός, -ή, -ό [kodaca’nos]: (λαϊκότρ.) άνθρωπος κοντός και αδύνατος. [κοντ(ός) -ακιανός αναλ. προς το ξερακιανός].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: