κοντακιανός [kodaca’nos]

κοντακιανός, -ή, -ό [kodaca’nos]: (λαϊκότρ.) άνθρωπος κοντός και αδύνατος. [κοντ(ός) -ακιανός αναλ. προς το ξερακιανός].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: