κονιδιάρικο, το [koni’ðʝariko]: το παιδί που έχει κόνιδες στο κεφάλι του. [μσν. ή ελνστ. κόνιδ(ες) -ιάρικο < αρχ. κονίδες].
κονιδιάρικο, το [koni’ðʝariko]
από
Ετικέτες:
κονιδιάρικο, το [koni’ðʝariko]: το παιδί που έχει κόνιδες στο κεφάλι του. [μσν. ή ελνστ. κόνιδ(ες) -ιάρικο < αρχ. κονίδες].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση