κονεύω [ko’nevo]

κονεύω [ko’nevo]: εγκαθίσταμαι κάπου για διανυκτέρευση ή απλώς για ξεκούραση. [κον(άκι) -εύω].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: