κονάκι, το [ko’naki]

κονάκι, το [ko’naki]: α. (μτφ.) το σπίτι, με την έννοια του καταλύματος, του καταφυγίου, του προσωπικού χώρου. β. καλύβα του τσοπάνη. γ. είδος μαύρου δηλητηριώδους φιδιού ( [μσν. κονάκι < τουρκ. konak ‘αρχοντικό΄ -ι].

Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από