κωλιόστρα, η [ko’ʎostra]

κωλιόστρα η [ko’ʎostra]: α. το πρώτο παχύ γάλα γιδοπροβάτων μετά τη γέννα. β. το κουρκουβίγκι (πίτα τηγανιτή).

Και: https://ilialang.gr/?s=κωλόστρα

Όπως και: https://ilialang.gr/κορκουβίκι-το/


Δημοσιεύτηκε

σε

από