κοκκόζουμο, το [ko’kozumo]

κοκκόζουμο, το [ko’kozumo]: το ζουμί του σιταριού που βράζεται για το μνημόσυνο, πίνεται σαν ρόφημα. [αρχ. κόκκ(ος) -ο- ζουμ(ί) ο].

Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από