κοκολογιέμαι [kokolo’ʝeme]

κοκολογιέμαι [kokolo’ʝeme]: ζητάω ερωτικό σύντροφο (για ζώα).


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *