κοκκινιά, η [koki’ɲa]: ο τόπος που έχει κόκκινα χώματα: ‘Αυτό το χώμα είναι σκέτο κοκκινιά’. [κόκκιν(ος) -ιά].
κοκκινιά, η [koki’ɲa]
από
Ετικέτες:
κοκκινιά, η [koki’ɲa]: ο τόπος που έχει κόκκινα χώματα: ‘Αυτό το χώμα είναι σκέτο κοκκινιά’. [κόκκιν(ος) -ιά].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση