ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
κοκκινέα, η [koki’nea]
κοκκινέα, η [koki’nea]: κόκκινος βλαστός. [κόκκιν(ο) -έα].
Δημοσιεύτηκε
14 Μαρτίου, 2021
σε
Κ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΡΕΙΝΗ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
,
ΠΑΡΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΠΛΑΣΗ