κοθώνι, το [ko’θoni]

κοθώνι, το [ko’θoni]: (μειωτ.) o κουτός, ο χαζός: ‘Είναι κοθώνι το παιδί!’.

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *