κλωγιού, η [klo’ʝu]

κλωγιού, η [klo’ʝu]: η κλώσσα. [κλωσσάω < αρχ. κλώ(σσω) ‘κακαρίζω΄ -γιού (ηχομιμ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από