κλειδουκράτορας, ο [kliðu’kratoras]

κλειδουκράτορας, ο [kliðu’kratoras]: (ειρων.) αυτός που είναι υπεύθυνος για την ζωντανά. [κλειδ(ι) -ου- + κράτ(ωρ) -ορας].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *