κλαπάφτης, ο [kla’paftis]

κλαπάφτης, ο [kla’paftis]: αυτός που έχει μεγάλα αυτιά. [κλάπ(α) + αυτ(ί) -ης].

Και: https://ilialang.gr/καρλαύφτης-ο/


Δημοσιεύτηκε

σε

από