κλαμάρω, η [kla’maro]

κλαμάρω, η [kla’maro]: (ειρων.) η καμαρωτή: ‘Κοίτα την κλαμάρω! Μη και πέσει η μύτη της, δεν σκύβει να την μαζώξει’.


Δημοσιεύτηκε

σε

από