κλανιάρης, ο [kla’ɲaris]: α. αυτός που αερίζεται συνέχεια. β. ο φοβιτσιάρης: ‘Άκουσε τον θόρυβο και έτρεξε ο κλανιάρης’. [κλαν(ιά) -ιάρης].
κλανιάρης, ο [kla’ɲaris]
από
Ετικέτες:
κλανιάρης, ο [kla’ɲaris]: α. αυτός που αερίζεται συνέχεια. β. ο φοβιτσιάρης: ‘Άκουσε τον θόρυβο και έτρεξε ο κλανιάρης’. [κλαν(ιά) -ιάρης].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση