κλήρα, η [‘klira]

κλήρα, η [‘klira]: α. η γενιά. β. τα παιδιά, οι απόγονοι: ‘Δεν άφησε κλήρα’. γ. κληρονομιά [μσν. κλήρα < κληρ(ώνω) (μσν. σημ.: ‘έχω κτ. σαν μερτικό μου΄) -α (αναδρ. σχημ.)].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από