κιώνω [‘cono]

κιώνω [‘cono]: α. τελειώνω. β. (ετφ.) χτυπώ κάποιον άσχημα: ‘Κάτσε καλά να μην σε κιώσω στο ξύλο’. [τουρκ. kötü ‘κακός’].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: