κηκίδι, το [ci’ciði]: α. ο καρπός του κυπαρισσιού. β. πληγή στο φλοιό της βελανιδιάς από εκροή υγρών. [μτγν. ουσ. κηκίδιον. Ο τ. ‑ι στο Somav. (λ. ‑δα) και σήμ.].
Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf