κιβούρι, το [ki’vuri]: το φέρετρο και με επέκταση ο τάφος. [μσν. κιβούρι(ν) < ελνστ. κιβώριον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ίσως και του [r] )] < κιβούριον το· κιβούρι· κιβούριν· κιβώριον].
Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o