κεσάτι, το [ce’sati]: για ελεύθερο επάγγελμα, οι χαμηλές εισπράξεις που οφείλονται σε μειωμένη εμπορική κίνηση της αγοράς: ‘Είχα μεγάλο κεσάτι εφέτο’. [τουρκ. kesat -ι].
http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf