καψιάζω [kaps’çazo]

καψιάζω [kaps’çazo]: ζεσταίνομαι πολύ, ιδρώνω. [κάψ(α) + -ιάζω].

Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: