καψάλα, η [ka’psala]

καψάλα, η [ka’psala]: α. η κοκκινίλα στις κνήμες από το πύρωμα στο τζάκι. β. το καψάλισμα του ψωμιού. [καψ(α) + -αλα].

Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από