καυκαλίδα, η [kafka’liða]: εύγευστο αγριόχορτο. [καύκαλ(ο) + –ίδα ].
Και: https://ilialang.gr/καυκαλίθρα-καυκαλίδα-η-νόστιμο-αγρι/
Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
καυκαλίδα, η [kafka’liða]: εύγευστο αγριόχορτο. [καύκαλ(ο) + –ίδα ].
Και: https://ilialang.gr/καυκαλίθρα-καυκαλίδα-η-νόστιμο-αγρι/
Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες: