κατσομαλλίδα, η [katsoma’liða]: ανατριχίλα: ‘Μου σηκώθηκε η κατσομμαλίδα’. [κατσ(ί) -ο- μαλλ(ί) -ίδα].
κατσομαλλίδα, η [katsoma’liða]
από
Ετικέτες:
κατσομαλλίδα, η [katsoma’liða]: ανατριχίλα: ‘Μου σηκώθηκε η κατσομμαλίδα’. [κατσ(ί) -ο- μαλλ(ί) -ίδα].
από
Ετικέτες: