κατσικαδερό, το [katsikaðe’ro]

κατσικαδερό, το [katsikaðe’ro]: α. (ειρ.) αδύνατος και ευκίνητος άνθρωπος. β. (μτφ.) ο κουτοπόνηρος. γ. ο βλάχος. [κατσίκ(ι) -αδερό].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *