κατσιβελιά, η [katsive’ʎa]: η φιλαργυρία. [<ιταλ. cattivell(o) -ιά (<μεσν. λατ. captivellus, Blaise). Η λ. στο Somav. και σήμ.].
κατσιβελιά, η [katsive’ʎa]
από
Ετικέτες:
κατσιβελιά, η [katsive’ʎa]: η φιλαργυρία. [<ιταλ. cattivell(o) -ιά (<μεσν. λατ. captivellus, Blaise). Η λ. στο Somav. και σήμ.].
από
Ετικέτες: