κατουρλής, ο [katu’rlis], θηλ. κατουρλού [katu’rlu] & κατρουλού [katru’lu]: α. συνήθως χαϊδευτικά για μωρά, αυτός που κατουράει συχνά, και κυρίως αυτός που κατουριέται επάνω του. β. (μτφ.) ο δειλός, ο φοβητσιάρης. [μσν. *κατουρλής (πρβ. μσν. κατουρλού) < κατουρ(ώ) -λής· μσν. κατουρλού < κατουρλ(ής) -ού· μετάθ. του [r] ].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
Αφήστε μια απάντηση