καταχερίζω [kataçe’rizo]

καταχερίζω [kataçe’rizo]: χτυπώ κπ., του δίνω ξύλο με το χέρι μου. [κατα- χέρ(ι) -ίζω (πρβ. μσν. καταχερίζω, καταχειρίζω ‘επιχειρώ΄, ελνστ. καταχειρίζομαι)].

Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: