κατασάρα, τα [kata’sara]

κατασάρα, τα [kata’sara]: τα απομεινάρια. [κατά + σαρ(ώ) -α].

Και: https://ilialang.gr/σάρα-η/

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από