καταλιακού [kataʎa’ku]

καταλιακού [kataʎa’ku]: (επιρρ.) α. κάθομαι στον ήλιο ακάλυπτος. β. καταμεσήμερο. [κατά + (ή)λ(ιος) -ιακού].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: