καταλαλιά, η [katala’ʎa]

καταλαλιά, η [katala’ʎa]: κακολογία, κακόπιστη συνήθ. κριτική: ‘Δεν μπόρεσε ν΄αντέξει την καταλαλιά του κόσμου’. [ελνστ. καταλαλιά].

Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από