κατάσαρκα [ka’tasarka]

κατάσαρκα [ka’tasarka]: (επίρρ. τοπ.) για κτ. που φοριέται ή που ακουμπά απευθείας επάνω στο σώμα. [μσν. κατάσαρκα < φρ. κατά σάρκα (πρβ. μσν. το κατασάρκα ‘κατασάρκιον΄)].

Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από