κατάραχα [ka’taraxa]

κατάραχα [ka’taraxa]: (επίρρ. τοπ.) ακριβώς επάνω στην κορυφή του βουνού. [μσν. κατάραχα < κατα- ράχ(η) επίρρ. -α].

Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από