κατάλακα [ka’talaka]: (επιρρ.) φανερά. [αρχ. κατα- < πρόθ. κατά ως α’ συνθ., παραγωγικό ρημάτων και ονομάτων + ιταλ. lacca < αραβ. lākh (από τα σανσκρ.)].
Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosiσυ/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
κατάλακα [ka’talaka]: (επιρρ.) φανερά. [αρχ. κατα- < πρόθ. κατά ως α’ συνθ., παραγωγικό ρημάτων και ονομάτων + ιταλ. lacca < αραβ. lākh (από τα σανσκρ.)].
Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosiσυ/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o