κασιδιάρης, ο [kasi’ðʝaris]

κασιδιάρης, ο [kasi’ðʝaris]: α. αυτός που έχει κασίδα και δεν έχει μαλλιά. β. ο παλιάνθρωπος. [κασίδ(α) -ιάρης].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *